Τον Ζαν Κλωντ Ιζζό μου τον γνώρισαν μια δεκαετία περίπου πριν Οι Βατσιμάνηδες της Μασσαλίας. Τον ξεχώρισα για την αμεσότητα και τους γοητευτικά μυστηριώδεις χαρακτήρες. Αλλά πιο πολύ τον αγάπησα για την μελαγχολία που απέπνεε. Κατάφερνε να αποτυπώσει στο χαρτί συναισθήματα πολύ προσωπικά, πολύ απλά. Διαβάζοντας πρόσφατα την Τριλογία της Μασσαλίας (κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις, σε μετάφραση Ριχάρδου Σωμερίτη και Αλέξη Εμμανουήλ), δηλαδή το Μαύρο Τραγούδι της Μασσαλίας, το Τσούρμο και το SOLEA, βρήκα παρόμοια στοχεία. Και είχα την ευκαρία να μπω για τα καλά στο κόσμο του Ιζζό και να τον χορτάσω.
Ο Ζαν-Κλώντ Ιζζό (1945-2000) γεννήθηκε στη Μασσαλία. Οι γονείς του ήταν από την Ιταλία και την Ισπανία, μια μίξη με στοιχεία της οποίας διαποτίζεται το έργο του. Έκανε πολλές δουλειές και πάντοτε έγραφε: μυθιστορήματα, σενάρια, ποιήματα. Διαβάζω ότι συνήθιζε να λέει για τον εαυτό του:
Είμαι μισός Ιταλός, μισός Ισπανός με μια ιδέα αραβικού αίματος, ένας γνήσιος Μασσαλιώτης.
Στην Τριλογία της Μασσαλίας πρωταγωνιστεί ο αστυνόμος Φαμπιό Μοντάλ. Ένας άντρας κοντά στα πενήντα. Αστυνομικός, βέρος Μαρσεγέζος, πολύ ευαίσθητος. Μεγάλη πρωταγωνίστρια, ωστόσο, είναι η ίδια η Μασσαλία. Σταυροδρόμι πολιτισμών, «η πύλη της Ανατολής». Ο Φαμπιό συγκρίνει, εμφανέστερα πιστεύω στο Μαύρο Τραγούδι, τη Μασσαλία του άλλοτε με εκείνη του τώρα, πλυμμηρισμένη με μετανάστες. Το τώρα, τόσο αλλαγμένο, δεν του αρέσει. Τα μεγάλα καταστήματα της οδού Εστρέλ ή της οδού Σαίν-Φερόλ, που έχουν σαρωτικά πάρει τη θέση των κινηματογράφων της δεκαετίας του ’60, δεν του αρέσουν. Κάθε φορά που αντικρίζει τους άδειους και θλιβερούς πεζοδρόμους, που άλλοτε ήταν όλο ζωή, δεν του αρέσει. Αδειάζει και γεμίζει θλίψη και ο ίδιος. Αν ο Μονταλμπάνο, ο ήρωας των αστυνομικών βιβλίων του Ιταλού Αντρέα Καμιλλέρι, αγαπάει τη φανταστική Βιγκάτα, ο Φαμπιό του Ιζζό, είναι βαθιά ερωτευμένος με την Μασσαλία. Τη δική του Μασσαλία. Και το βιβλίο, πέρα από όλα τα άλλα, είναι ένα ερωτικό τραγούδι για αυτή τη πόλη.
Στο πρώτο μυθιστόρημα, το Μαύρο Τραγούδι της Μασσαλίας, γνωρίζουμε τον Μανού, τον Ουγκό και τον Φαμπιό. Τρεις κολλητούς για μια ζωή. Κάποτε. Και μαζί τους η Λόλ, να τους ενώνει και να τους χωρίζει. Κάποτε. Γιατί μεγαλώνοντας τράβηξαν χωριστούς δρόμους. Χωρίζουν όμως και οι αναμνήσεις των ανθρώπων που έχουν δεθεί αληθινά;
Και οι τρεις ήταν παιδιά μεταναστών. Ασχολήθηκαν στα μικράτα τους με μικροεγκληματικές δραστηριότητες. Ο Φαμπιό μετά από ένα βίαιο συμβάν εγκαταλείπει τους φίλους του για να καταταγεί στον αποικιακό στρατό στο Τζιμπουτί. Στην συνέχεια γίνεται αστυνομικός. Οι φίλοι του, άνθρωποι του υποκόσμου πια για τα καλά, βρίσκονται δολοφονημένοι και ο Φαμπιό προσπαθεί να βρει την άκρη του νήματος. Αισθάνεται ένοχος. Αισθάνεται πάντοτε μισός από τότε που τους άφησε. Δολοφονημένη βρίσκεται και η όμορφη Λειλά, η εικοσάχρονη κοπέλα αραβικής καταγωγής που τον θαύμαζε και πρόλαβε, παρά το νεαρό της ηλικίας της, να τον ερωτευτεί παράφορα. Εκείνος, όπως πάντα, νιώθει πολύ λίγος για να είναι αποδέκτης τέτοιων συναισθημάτων. Θα κουβαλάει μέσα του τον θάνατό της, όπως και εκείνους των φίλων του και θα αναζητήσει δικαίωση.
Αυτά είναι τα κύρια πρόσωπα του πρώτου βιβλίου. Και όσο αποπνικτική και αν είναι η ατμόσφαιρα, όσο βάρος κι αν υπάρχει στη ψυχή του ήρωα, ο Ιζζό καταφέρνει με μαεστρία να εναλλάσσει τα συναισθήματα. Ο Φαμπιό αισθάνεται μισός. Ωστόσο, αν ορισμένα πράγματα δεν έχει σταματήσει να απολαμβάνει με όλη του τη ψυχή αυτά είναι η θάλασσα,το ψάρεμα και το φαγητό:
Ηρέμησα επιτέλους. Πάντα το μαγείρεμα μου έκανε καλό. Όπως και η θάλασσα που γαληνεύει τη ψυχή μου.
Ο Φαμπιό, πέρα από οτιδήποτε άλλο, είναι αφοπλιστικά ευαίσθητος. Και παραμένει και στα δύο επόμενα βιβλία της τριλογίας. Στο Τσούρμο τον βρίσκουμε να έχει παραιτηθεί από την αστυνομία. Μοιάζει πιο ήρεμος. «Όπως πάνε και όπως έρθουν, λένε οι ντόπιοι», αυτό λέει και ίδιος στον εαυτό του. Και κάπως έτσι ζει και κινείται, λίγο νωχελικά. Η Λολ έχει φύγει. Πήγε κάπου «όπου μπορούσε να ζει χωρίς αναμνήσεις». Του έχει υποσχεθεί ότι θα επιστρέψει. Την περιμένει. Το σκηνικό θυμίζει την ηρεμία λίγο πριν την καταιγίδα. Και αυτή ξεσπάει αρχικά με τη δολοφονία του παλιού του φίλου, του Σερζ, του ευαίσθητου κοινωνικού λειτουργού που έχει εμφανιστεί και στο Μαύρο Τραγούδι.
Ο θάνατος δεν μ’ άφηνε πια, λες και ήταν μια κακοτυχία που κάποτε είχα πέσει μέσα της. Μα γιατί; Γιατί; Σκατά κι απόσκατα!
Την ίδια χρονική στιγμή τον επισκέπτεται και ζητάει τη βοήθειά του η ξαδέρφη του η Ζελού, ο πρώτος του πλατωνικός έρωτας. Τα συναισθήματα μοιάζει να μην έχουν σβήσει κάθε φορά που στρέφει τα μάτια του επάνω της. Ο γιος της, ο έφηβος Γκιτού, αγνοείται. Με την εμφάνιση της Ζελού ξαναγίνεται άθελά του και πάλι αστυνομικός.
Όπως και στο Μαύρο Τραγούδι έτσι και στο Τσούρμο, ο Ιζζό ακροβατεί ανάμεσα σε παρόν και παρελθόν, αμφιβάλλοντας πάντοτε για το μέλλον. Εξακολουθεί να φοβάται, να ρισκάρει, να ψάχνει, να τρώει με λαχτάρα θαλασσινές λιχουδιές, να απολαμβάνει το ψάρεμα, να ερωτεύεται ξανά και με το ίδιο πάθος τα ίδια άτομα, να καταδιώκεται από φαντάσματα, να διαβάζει Conrad και να ακούει Marley.
Την αυλαία κλείνει το SOLEA. Η φίλη του Φαμπιό, η δραστήρια δημοσιογράφος Μπαμπέτ, ερευνώντας χρόνια τη δράση της μαφίας και ξετρυπώνοντας καλά κρυμμένα μυστικά βρίσκεται σε κίνδυνο. Ξεκινάει μια προδιαγεγραμμένα άνιση μάχη με τη μαφία. Ο Φαμπιό, πιο ώριμος και κατασταλαγμένος, ζει σε πιο ήρεμους ρυθμούς. Βοηθάει τον φίλο του Φονφόν στο μπαρ, αγαπάει και προσέχει την Ονορίν σαν μητέρα του, περιμένει πάντοτε τη Λολ να επιστρέψει και βρίσκει σταθερά ανακούφιση στη θάλασσα:
Σκέφτηκα ότι η λύση για όλες της αντιθέσεις της ζωής εκεί βρισκόταν, σ’ αυτή τη θάλασσα. Τη Μεσόγειό μου. Ένιωσα να γίνομαι ένα μαζί της. Να διαλύομαι μέσα της και να λύνω επιτέλους όλα τα προβλήματα που ποτέ δεν αξιώθηκα και που ποτέ δεν θ’ αξιωθώ να λύσω στη ζωή μου.
Το μοτίβο της απώλειας ενός αγαπημένου προσώπου επαναλαμβάνεται. Αυτή τη φορά στο πρόσωπο της νεαρής Σονιά. Μιας γυναίκας που ο Φαμπιό αισθάνεται ότι θα μπορούσε να τον κάνει να αγαπήσει ξανά. Και ο ίδιος αισθάνεται για μια ακόμα φορά ένοχος της δολοφονίας της:
Η Σονιά πέθανε από δικό μου λάθος. Επειδή μια νύχτα ένιωσε έλξη για μένα.
Για ακόμα μια φορά παρακολουθούμε τον Φαμπιό να κινείται σε έναν ασφυκτικό κλοιό θανάτου αλλά για πρώτη φορά αντιμετωπίζει ένα τεράστιο δίλημμα. Νιώθω ότι το Soléa είναι το πιο μελαγχολικό βιβλίο της τριλογίας.
Θα μπορούσα να γράψω πολλά ακόμα για την Τριλογία της Μασσαλίας. Ωστόσο, υπάρχουν ορισμένα βιβλία τα οποία εγγράφονται με έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο στη ψυχή και στο νου και για τα οποία υπερτερούν τα συναισθήματα παρά οι λέξεις.
Υ.Γ.: Ώρες ώρες, διαβάζοντας αυτό το υπέροχο βιβλίο, αισθανόμουν ότι ήθελα να μπω μέσα στις σελίδες του, να πιάσω τον Φαμπιό από τους ώμους, να περπατήσω μαζί του στη θάλασσα και να του ζητήσω να ηρεμήσει. Και, κυρίως, να μην αισθάνεται τόσο ένοχος για όλα. (Τον συμπόνεσα και τον αγάπησα πολύ αυτόν τον γκρινιάρη…)
Info
Η τριλογία της Μασσαλίας (Το μαύρο τραγούδι της Μασσαλίας. Το τσούρμο. Soléa), Ζαν Κλωντ Ιζζό
Μετάφραση: Ριχάρδος Σωμερίτης, Αλέξης Εμμανουήλ
Πόλις, 2011
797 σελ., ISBN: 978-960-435-321-7
Αυτό το βιβλίο όπως και η τριλογία του Attias, μ έκαναν να αγαπήσω το μεσογειακό νουάρ. Μέσα στο μυαλό μου είναι πάντα νωχελικά σκοτεινό, οι ήρωες έχουν πάντα αδυναμίες και θα μπορούσαν να είναι φίλοι μου. Να πίναμε ένα παστίς σε μια μπάρα στο λιμάνι της Μασσαλίας και να μιλούσαμε για χαμένους έρωτες. Είναι ιστορίες που τις κουβαλάς στην καρδιά σου.
Συμφωνώ απόλυτα Ιφιγένεια!