The Swimmers είναι ο πρωτότυπος τίτλος του ιδιαίτερου έργου της Julie Otsuka, Αμερικανίδας με ιαπωνική καταγωγή από τους γονείς της, που δεν σε προϊδεάζει γι’ αυτό που θα διαβάσεις. Το βιβλίο Κολυμπώντας, όπως μεταφράστηκε στα ελληνικά, είναι ένα ιδιαίτερο έργο κυρίως ως προς τη μορφή του. Εάν δεν ξέρεις τι να περιμένεις από αυτό αργείς να συνειδητοποιήσεις τον αόρατο συνδετικό κρίκο και να εντοπίσεις τον πρωταγωνιστή του έργου. Στην αρχή πρωταγωνιστές είναι οι επισκέπτες μιας πισίνας. Έπειτα, η Άλις, μια τεχνικός μικροβιολόγος εργαστηρίου και πλέον συνταξιούχος. Στη συνέχεια ένα κέντρο φροντίδας ανθρώπων με προβλήματα μνήμης και, στο τέλος, η κόρη της Άλις. Πως συνδέονται όλοι αυτοί και γιατί;
Άνθρωποι διαφορετικοί, άντρες και γυναίκες, νεαρής ή μεγαλύτερης ηλικίας, μοναχικοί ή κοινωνικοί, μόνοι ή μοναχικοί, μονόχνοτοι, χαλαροί ή σφιγμένοι. Άνθρωποι που ενδεχομένως δεν έχουν κανένα απολύτως κοινό, πέρα από το πάθος τους να κολυμπάνε. Άνθρωποι που συναντιούνται στην υπόγεια πισίνα, κολυμπούν στις συνηθισμένες διαδρομές τους, ξεγυμνώνονται για λίγο από κάθε τους σκέψη και πρόβλημα, από τον ίδιο τους τον εαυτό, και, ύστερα, βγάζουν το μαγιό τους, φοράνε τα συνηθισμένα τους ρούχα και επιστρέφουν στη συνηθισμένη τους ζωή. Άνθρωποι οι οποίοι εκτός πισίνας, εάν ποτέ συναντηθούν, ανταλλάσσουν έναν αμήχανο χαιρετισμό και τίποτα παραπέρα.
Όλοι αυτοί εκπλήσσονται όταν μια μέρα αντιλαμβάνονται μια ρωγμή στην πισίνα. Έκτοτε ανατρέπεται το σταθερό τους σημείο ηρεμίας. Κάτι χάνεται. Ο χώρος ο οποίος ήταν αδιαπέραστος από κάθε είδους φοβία αλλάζει μια για πάντα. Στην αρχή εντοπίζουν τη ρωγμή και κάνουν πως δεν την βλέπουν. Ελπίζουν να χαθεί. Ίσως, σκέφτονται, να μην είδαν και καλά. Αλλά λίγο λίγο κάθεται η ρωγμή για τα καλά. Ξέρουν ότι δεν πρόκειται να φύγει.
Τον περισσότερο καιρό όμως βρίσκεται απλώς εκεί στο παρασκήνιο, μια αχνή, λεπτή σαν λεπίδα ξυραφιού αλλά ανεξίτηλη παρουσία στην περιφέρεια του κόσμου μας. Γεγονός είναι ότι έχουμε συνηθίσει σε τέτοιο βαθμό τη ρωγμή, ώστε μετά από λίγο δεν τη βλέπουμε καν.
Όπως συμβαίνει και με τη ζωή της Άλις, τακτικού μέλους της πισίνας, μιας γυναίκας που έζησε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης των Ιαπώνων της Αμερικής, κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η Otsuka απαριθμεί πράγματα που η Άλις θυμάται. Αλλά απαριθμεί και όσα αρχίζουν να εξασθενούν, να χάνονται σιγά σιγά, να ξεθωριάζουν, ίσως να ξανάρχονται για λίγο εκεί που δεν το περιμένει, αλλά σαν κάτι ξένο, και να χάνονται εκ νέου, μια για πάντα. Στην αρχή, μπορεί και να πιστεύει ότι είναι παιχνίδια του μυαλού, αλλά, όπως και με τη ρωγμή στην πισίνα, τα όσα δεν θυμάται γίνονται μια βαθιά ρωγμή μέσα της. Μια ρωγμή που δεν πρόκειται να φύγει.
Το έργο της Otsuka φτάνει στην κορύφωσή του με την αφήγηση της κόρης της Άλις. Η απεικόνιση της σύγχυσης, της ασφυξίας, της αγωνίας του να ξυπνάς μέσα στη νύχτα με αναφιλητά, εάν έχεις καταφέρει να αποκοιμηθείς, της επιμονής, της άρνησης, της αποδοχής, της θλίψης, γίνεται με έναν ουσιαστικό, λιτό, πολύ προσωπικό τρόπο και η συγγραφέας καταφέρνει να σε λυγίσει χωρίς να χρησιμοποιήσει μελό μέσα. Προτάσεις κοφτές, περιγραφές δωρικές και ένα κολάζ από μικρές στιγμές συνθέτουν ένα έργο για την υπαρξιακή κρίση.
Πάντα με γοήτευαν τα βιβλία που φαινομενικά πιάνονται από το τίποτα, όπως αισθάνθηκα διαβάζοντας την πρώτη ενότητα προτού καταλάβω περί τίνος πρόκειται, για να αγγίξουν κάτι τόσο ουσιαστικό. Που αγγίζουν το τραυματισμένο μέρος της ψυχής, όχι αναγκαστικά για να το επουλώσουν. Γιατί καμιά φορά υπάρχουν και τραύματα που δεν επουλώνονται.
Μπορεί από καιρό σε καιρό (ένα σούρουπο, μια Κυριακή απόγευμα, καταμεσής του χειμώνα) να αισθανθείς να σε κατακλύζει η έντονη επιθυμία να γυρίσεις σπίτι σου. Το μόνο που θέλεις, λες μέσα σου, είναι να καθίσεις σ' εκείνο τον άσχημο καφέ καναπέ μπροστά στην τηλεόραση μαζί με τον άντρα σου, τρώγοντας για μια τελευταία φορά κρύα υπολείμματα νουντλς με λαχανικά και σάλτσα λο μέιν. Αυτό θα σου έφτανε. Μια συνηθισμένη μέρα.
Info
Κολυμπώντας, Τζούλι Οτσούκα, μετάφραση: Θωμάς Σκάσσης, εκδόσεις Πατάκη, 2023