Πιστεύεις πως οι άνθρωποι ήταν πιο κακοί τότε απ' ότι σήμερα; είπε ο βοηθός σερίφη.
Ο γέρος κοιτούσε την πλημμυρισμένη πόλη. Όχι, είπε. Δεν το πιστεύω. Πιστεύω πως οι άνθρωποι είναι ίδιοι από τη μέρα που ο Θεός έφτιαξε τον πρώτο.
Υπάρχουν ορισμένα βιβλία που αισθάνεσαι ότι γράφτηκαν μέσα στο σκοτάδι. Γεννήθηκαν τη νύχτα, μέσα σε ένα κλίμα ζόφου. Διαβάζοντας το πρώτο μέρος του βιβλίου Τέκνο του Θεού, του σπουδαίου Cormac McCarthy, νιώθεις ότι σε προετοιμάζουν για κάτι πολύ δύσκολο, σκληρό και απεχθές, που θα συμβεί παρακάτω. Κάτι από αυτά για τα οποία κανείς δεν θέλει να μιλάει. Κάτι από αυτά που δεν θες να πιστέψεις ότι συμβαίνουν. Ή αν συμβαίνουν, θες να πιστεύεις ότι συμβαίνουν κάπου μακριά, πολύ μακριά από τον δικό σου μικρόκοσμο. Εκεί όπου οι άνθρωποι είναι σάπιοι και κατεστραμμένοι, που κάτι δεν πάει καλά μαζί τους. Και τελικά το δεύτερο μέρος έρχεται για να επιβεβαιώσει τους φόβους σου. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή…
Στο Τέκνο του Θεού διαβάζουμε για τη ζωή του Λέστερ Μπάλαρντ, ενός φτωχού αγρότη, που ζει στο τραχύ Τενεσί, κάπου στη δεκαετία του ’60. Από τις πρώτες κιόλας σκηνές τον παρακολουθούμε να χάνει το σπίτι του και τη γη του σε μια δημοπρασία. Αυτό είναι και το σημείο εκκίνησης της καθόδου του σε έναν κόσμο σκοτεινό, που μοιάζει να είναι χτισμένος λίγο πιο κάτω από τον κόσμο των υπολοίπων. Έτσι σελίδα τη σελίδα ο αναγνώστης έχει τη δυνατότητα να παρατηρήσει τον Λέστερ Μπάλαρντ από διάφορες γωνίες και σκοπιές, σε πολλές στιγμές του, έτσι όπως τον περιγράφουν εξωτερικοί παρατηρητές, οι οποίοι δεν μοιάζει να θέλουν να διεισδύσουν βαθύτερα: μοναχικός, μισότρελος, επικίνδυνος, παράφρων. Άφραγκος, ζει κάνοντας μικροκλοπές, περιφέρεται μονίμως με μια καραμπίνα στα βουνά, κυνηγάει ζώα για να φάει και να επιβιώσει, ζει σε σπηλιές με μπούσουλα τα ένστικτά του, μακριά από τους υπόλοιπους ανθρώπους, που δεν φαίνεται να τους έχει ανάγκη. Προχωράει ακόμα παραπέρα, σε εγκλήματα που δεν χωράει ανθρώπινος νους.

Και που έγκειται η σπουδαιότητα του έργου τελικά; Σύμφωνα με τους κριτικούς το Τέκνο του Θεού, μυθιστόρημα της πρώιμης φάσης του συγγραφέα, δεν αποτελεί το αριστούργημά του, ούτε καν ένα από τα καλύτερα έργα του συγγραφέα. Αντίθετα πρόκειται για ένα έργο μαθητείας, με ξεκάθαρες επιρροές από τον Φόκνερ και, όπως αναφέρει ο μεταφραστής του, με βλέμμα στραμμένο προς τον Μέλβιλ, τον Κόνραντ, τη Βίβλο. Μπορεί να παρατηρήσει όμως ο αναγνώστης κάποια από τα χαρακτηριστικά ενός σπουδαίου συγγραφέα.
Ο McCarthy δεν ασκεί κριτική, οι ήρωές του παραμένουν αμέτοχοι ψάχνοντας να βρουν τις αιτίες των εγκληματικών πράξεων του Μπάλαρντ (μήπως να φταίει η εγκατάλειψη από τη μητέρα, η αυτοκτονία του πατέρα του όταν εκείνος ήταν μικρός ακόμα, μήπως η ξερή ανάγκη εκδίκησης για τον χαμό της περιουσίας του, αναρωτιούνται μέσα από τις περιγραφές τους) σχεδόν μέχρι το τέλος. Και αυτή είναι η μαεστρία του. Ίσως, εξαίρεση να αποτελεί μια μικρή φράση στην πρώτη κιόλας σελίδα του βιβλίου, όταν ο συγγραφέας περιγράφοντας τον Μπάλαρντ και απευθυνόμενος μια μοναδική φορά στον αναγνώστη, τον χαρακτηρίζει ένα τέκνο του Θεού μάλλον όπως κι εσείς. Είναι αυτό το μάλλον που έχει μεγάλη δύναμη σε αυτή την προτασούλα. Είναι, λοιπόν, ο τρόπος που ο συγγραφέας χρησιμοποιεί τις λέξεις που κάνει τη διαφορά. Και είναι, όσο παράδοξο και αν μοιάζει, πιο βαρύγδουπος και συγκλονιστικός ο τρόπος που επιλέγει να τοποθετήσει τη μια λέξη πλάι σε μια άλλη, από όλα τα ειδεχθή τα οποία περιγράφει.
Το θέμα του βιβλίου είναι τα βάθη και τα σκοτάδια της ανθρώπινης ύπαρξης. Η μεταμόρφωση ενός ανθρώπου σε τέρας και η απαιτητική χαρτογράφηση των συναισθημάτων του. Η μαγεία του βιβλίου, λοιπόν, έγκειται στον τρόπο που ξεδιπλώνονται τα σκοτάδια, αργά, σταδιακά, μέσα από ακανόνιστες και τραχιές χαραμάδες, με απόλυτη ισορροπία λέξεων και σημείων στίξης.
ΥΓ.: Το βιβλίο είναι μικρό. Μη σε ξεγελάσει όμως, μπορεί να σου πάρει λίγο παραπάνω, καθώς ίσως χρειαστεί που και που να σταματάς προκειμένου να πάρεις μια ανάσα πριν προχωρήσεις. Από την άλλη δεν θα θες να το αφήσεις. Συγκλονιστικά καλή και η μετάφραση.
Info Τέκνο του Θεού, Cormac McCarthy, μετάφραση Παναγιώτης Κεχαγιάς, εκδόσεις Gutenberg, 2023, σ. 221