Η Λούσυ δίπλα στη θάλασσα, Elizabeth Strout

Η Λούσυ Μπάρτον είναι μια από τις πιο αγαπημένες μου ηρωίδες μυθιστορημάτων. Οικεία, απλή, τρυφερή, τραυματισμένη αλλά και γεμάτη, έτοιμη να ταξιδέψει στο παρελθόν για να αντικρίσει όσα την πόνεσαν αλλά και με το βλέμμα στο τώρα, έτοιμη να βουτήξει σε νέες εμπειρίες. Σε αυτό το τέταρτο μυθιστόρημα της Λούσυ , ωστόσο, κάτι με ενόχλησε με το που ξεκίνησα να το διαβάζω…

Στο βιβλίο βρίσκουμε τη Λούσυ Μπάρτον ηλικιωμένη πλέον. Έχοντας χάσει τον τελευταίο της σύζυγο και ενόψει της έκρηξης της πανδημίας που πρόσφατα σημάδεψε τον κόσμο, αποδέχεται την πρόσκληση του πρώην άντρα της και πατέρα των δύο της κοριτσιών, του Ουίλλιαμ, να εγκαταλείψει το σπίτι της στη Νέα Υόρκη και να μετακομίσει, προσωρινά τουλάχιστον, στο Μέην, σε ένα σπίτι δίπλα στη θάλασσα, προκειμένου να είναι ασφαλής. Έτσι ξεκινάει η καθημερινότητα ενός αναγκαστικού εγκλεισμού. Και -όπως όλα τα πράγματα- στην αρχή όλα μοιάζουν μόνο μαύρα, αλλά μετά από λίγο αλλάζει το σκηνικό.

Από κάθε σελίδα ξεπηδούν αναμνήσεις που σε κάνουν να αισθάνεσαι το λιγότερο άβολα. Η ενόχληση στην αρχή ήταν αναπόφευκτη, τουλάχιστον στη δική μου περίπτωση. Ένα σφίξιμο στο στομάχι και μια γεύση στο στόμα πικρή. Λεπτομέρειες γύρω από τον τρόμο που προκάλεσε η εξάπλωση του covid 19 και ενός lockdown που όλοι, ή σίγουρα οι περισσότεροι,  θέλουν να ξεχάσουν.  Ευτυχώς, ωστόσο, πολύ γρήγορα η Elizabeth Strout (βραβευμένη με βραβείο Pulitzer για το βιβλίο Όλιβ Κίττριτζ) ξεδιπλώνει τον μαγικό κόσμο της Λούσυ Μπάρτον και αργά αργά και σταθερά βυθίζεσαι σε ένα σύμπαν, που περιγράφεται πολύ εύστοχα μέσα από μια φράση που είχα διαβάσει σε προηγούμενο αγαπημένο βιβλίο της Λούσυ:

Θα γράφω και εγώ βιβλία και έτσι οι άνθρωποι δεν θα νιώθουν τόσο μόνοι.

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι 1000009780.jpgΗ Λούσυ Μπάρτον φοβισμένη μπροστά στον τρόμο της πανδημίας και την απομόνωση, θλιμμένη μετά τον χαμό του Ντέιβιντ, ανήσυχη για τις κόρες της, αμφίθυμη μπροστά στις προθέσεις του Ουίλλιαμ και την κατάσταση ανάμεσά τους, διστακτική απέναντι σε έναν άντρα που τόσο πολύ την πλήγωσε. Η Λούσυ Μπάρτον χαρούμενη μετά από μια απλή βόλτα με έναν φίλο, περίεργη να γνωρίσει κάτι ή κάποιον, παίρνοντας έμπνευση από έναν άγνωστο στο βενζινάδικο για το επόμενο έργο της, νοσταλγώντας τα περασμένα, επινοώντας το καλό εκεί που δεν υπάρχει για να επουλωθεί το τραύμα. Αλλά και η Λούσυ φοβισμένη μπροστά στο άγνωστο που συνοδεύεται από τα γηρατειά. Να μην ξέρει αν θα τα καταφέρει μόνη της ή αν απλά δεν θέλει να είναι μόνη της. 

Γηρατειά και μετάνιωμα λοιπόν. Να βάζεις το χέρι σου στο χέρι κάποιου άλλου για να ζεσταθεί. Να αφήνεις κάποιον να κουμπώσει το παλτό σου -εκείνο το κουμπί που πάντοτε εσύ ξεχνάς- για να μην κρυώνεις άλλο. Αυτό ήταν η Λούσυ δίπλα στη θάλασσα για εμένα. Αυτό καθώς και μικρά μαθήματα μητρότητας: το παιδί δεν σου ανήκει, πρέπει απλά (!) να το βγάλεις έξω στον κόσμο. Και αν είσαι τυχερός και έχεις κάνει καλή δουλειά ίσως το παιδί σου να μην χρειαστεί να επινοήσει μια μαμά, μια καλή μαμά, όπως έκανε η Λούσυ.

Σκέφτηκα αυτό, το οποίο όμως με έκανε να θυμηθώ κάτι άλλο, που το είχα ξανασκεφτεί πολλές φορές στο παρελθόν: ότι υπήρξε τελευταία φορά -όταν ήταν πολύ μικρές- που πήρα αγκαλιά μου τις κόρες μου. Το σκεφτόμουν συχνά και με στεναχωρούσε πάντα αυτή η σκέψη, ότι ποτέ δεν ξέρεις πότε θα είναι η τελευταία φορά που σηκώνεις ένα παιδί στην αγκαλιά σου. Μπορεί να πεις: “Αχ, αγάπη μου, έχεις παραμεγαλώσει για να σε σηκώσω αγκαλιά”, ή κάτι τέτοιο. Αλλά μετά δεν τα ξανασηκώνεις ποτέ.

Προτού ακόμα ολοκληρώσω την ανάγνωση αναρωτιόμουν αν μου άρεσε το βιβλίο αυτό. Και έπειτα παρατήρησα τις τσακισμένες σελίδες. Ήταν τόσο πολλές. Αυξάνονταν όσο προχωρούσαν οι σελίδες. Αρκετές υπογραμμισμένες φράσεις και κάποιες σκέψεις στο περιθώριο. Συνεχίζω να αναρωτιέμαι εάν μου άρεσε και ακόμα και τώρα, νομίζω, δεν θα άντεχα να το ξαναδιαβάσω. Δεν έχω καμία αμφιβολία ότι με άγγιξε βαθιά όμως, όπως λίγα βιβλία το καταφέρνουν.

Ποιος ξέρει γιατί διαφέρουν έτσι οι άνθρωποι; Έχουμε από γεννησιμιού μας, νομίζω, ο καθένας τη φύση του. Και μετά, αρχίζει ο κόσμος να βαράει. 

Info

Η Λούσυ δίπλα στη θάλασσα, Elizabeth Strout, μετάφραση Μαργαρίτα Ζαχαριάδου, εκδόσεις Άγρα, 2024, σ. 265

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *