Στις αρχές της δεκαετίας του 1950, σε ένα μικρό χωριό της Κρήτης, ένα παιδί ακούει τις σκέψεις των νεκρών. Στην αρχή φαίνεται εξωπραγματικό, τρελό, έργο του Σατανά, έστω ένα κακό αστείο. Αργότερα, όμως, όλοι θέλουν να γνωρίσουν αυτό το παιδί που μπορεί να μεσολαβήσει προκειμένου να πουν δυο τελευταίες κουβέντες με τους νεκρούς τους. Ποιος δεν θα ήθελε, άλλωστε, να έχει μια τελευταία ευκαιρία με ένα αγαπημένο -ή και όχι τόσο αγαπημένο- πρόσωπο που μόλις έφυγε από τη ζωή;
Ο Φανούρης, ένα αγόρι δεκαπέντε χρονών, δεν φαίνεται να διαφέρει σε τίποτα από τα υπόλοιπα παιδιά του χωριού. Συνεσταλμένος, φιλότιμος, εργατικός, κάπως αθώος. Μόνο που ποτέ του δεν έτυχε να πάει σε κηδεία. Όταν βρέθηκε σε μια τέτοια περίσταση για πρώτη φορά στη ζωή του ήταν στον θάνατο ενός αγαπημένου του οικείου προσώπου, του θείου Κρασογιώργη, και εκεί συνέβη: άκουσε μια φωνή που δεν ήταν άλλη από εκείνη του νεκρού. Στην αρχή αναρωτήθηκε αν είναι παιχνίδια του μυαλού. Όταν το συμβάν επαναλήφθηκε ήταν πλέον βέβαιος: είχε ένα μοναδικό χάρισμα. Ή μάλλον όχι τόσο μοναδικό αφού αργότερα μαθαίνει ότι το ίδιο συνέβαινε και στον παππού του.
…γιατί αντράκι μου, οι άνθρωποι ό,τι δεν καταλαβαίνουν και ό,τι δεν τους μοιάζει το φοβούνται, και ό,τι φοβούνται το κοροϊδεύουν, για να σκεπάσουν τον φόβο, μα η κοροϊδία ποτέ δεν τους αρκεί, και ό,τι κοροϊδεύουνε στο τέλος το μισούνε.
Και τότε μπαίνει στη ζωή του ένας άλλος θείος ο οποίος βρίσκει μια εξαιρετική ευκαιρία για τους δυο τους: να διαλαλούν την ικανότητα, το εξαιρετικό κληρονομικό χάρισμα, του μικρού Φανούρη από τόπο σε τόπο, από στόμα σε στόμα, να μιλά με τους νεκρούς, προκειμένου οι ζωντανοί να κλείνουν τους ανοιχτούς λογαριασμούς τους, και εκείνοι να κερδίζουν τα προς το ζην, ή και κάτι παραπάνω. Κάπως έτσι ξεκινάει η περίεργη και αλλόκοτη ιστορία τους, που μοιάζει με ένα διαφορετικό road trip στα χωριά της κρητικής ενδοχώρας.
Σε κάθε κεφάλαιο και σε κάθε νέα ιστορία, στη περιδιάβασή τους από χωριό σε χωριό, αποκτούμε μια εικόνα της Κρήτης και της κοινωνίας της εποχής. Παρακολουθούμε όμως, μεταξύ άλλων, και το μεγάλωμα ενός παιδιού, τη σταδιακή του μετάβαση από αγόρι σε άντρα, την ωρίμανσή του και την ενηλικίωσή του, τους έρωτές του και τις απογοητεύσεις του. Οι σκέψεις των νεκρών μπλέκονται με τις δικές του και παίρνουν διάφορα, αλλόκοτα, σχήματα.
Με μια γλώσσα ιδιαίτερα γλαφυρή, λυρική και άρτια δουλεμένη, ο συγγραφέας γράφει για τη ζωή και το θάνατο, για την απληστία και τον έρωτα -ο ερωτισμός είναι διάχυτος στο μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου-, για τα απωθημένα και τις πικρίες. Ένα ιδιαίτερο, συναρπαστικό και πρωτότυπο βιβλίο, σχεδόν φιλοσοφικό -όχι με τον συμβατικό τρόπο φυσικά-, σχεδόν ηθογραφικό -με έναν σύγχρονο τρόπο- βιβλίο, ευτυχώς με αρκετό χιούμορ αλλά και αρκετή ευαισθησία, γύρω από τον “γρίφο της ύπαρξης”.
ΥΓ. : Το βιβλίο μου το πρότεινε με ιδιαίτερη ζέση βιβλιοπώλης -αγαπημένου μικρού βιβλιοπωλείου- και είμαι πολύ ευτυχής που τον εμπιστεύτηκα. Να συζητάτε με τους βιβλιοπώλες, κάτι καλό μπορεί να προκύψει!
Info
Και οι νεκροί ας θάψουν τους νεκρούς τους, Μιχάλης Αλμπάτης, εκδόσεις Νήσος, 2022, σ. 468