Ξεκίνησα να διαβάζω το Καλοκαίρι του Luca Ricci κάπως επιπόλαια. Σκέφτηκα ότι θα πρόκειται για ένα ακόμα βιβλίο, από εκείνα τα ενδιάμεσα, τα γρήγορα, τα ανέμελα και τα κάπως βιαστικά, που τα ξεχνάς την επόμενη ημέρα. Δεν συνέβη ακριβώς έτσι.
Από το οπισθόφυλλο:
Ένα αυγουστιάτικο βράδυ ένας άντρας πρωτοσυναντά μια κοπέλα στο τραπέζι ενός παραθαλάσσιου ρεστοράν. Εκείνη εμφανίζεται μπροστά του ως η επιθυμία που δεν είχε εκφράσει, εκπληρωμένη από ένα αστέρι που δεν είχε δει να πέφτει.
Ο έρωτας του πρωταγωνιστή του βιβλίου, ενός ώριμου συγγραφέα, για την νεαρή κοπέλα διαρκεί δεκαπέντε καλοκαίρια. Παίρνει διάφορες μορφές αλλά διατηρεί πάντοτε τα πιο εμμονικά στοιχεία που μπορεί να έχει ο κεραυνοβόλος έρωτας. Ο αναγνώστης ακολουθεί τον ήρωα σε ένα κουραστικό πηγαινέλα από τη Ρώμη στο παραθαλάσσιο Τσιρτσέο, για τις καθιερωμένες καλοκαιρινές διακοπές, καθώς και το συναισθηματικό πηγαινέλα από την βαρετή πλέον σύζυγό του στη γοητευτική και μυστηριώδη νεαρή ύπαρξη. Μόνιμη θέση στις σελίδες του βιβλίου κατέχει η ραθυμία καθώς και η διαυγής και αιχμηρή προσέγγιση της καθημερινότητας, άλλοτε ρεαλιστική και άλλοτε αθεράπευτα ονειροπόλα.
Εκτός από τον ανεκπλήρωτο πόθο του πρωταγωνιστή για την Τερέζα, ο Luca Ricci γράφει για την έμπνευση του συγγραφέα όταν στερεύει, για το καλοκαίρι όταν γίνεται βάσανο, για τον γάμο που σκοτώνει τον έρωτα αλλά τονώνει την φαντασία. Φτιάχνει, επιπλέον, μακροσκελείς και χορταστικούς καταλόγους-λίστες, για τους διάφορους τύπους συγγραφέων και κριτικών, αναγνωστών και εκδοτών και πολλά άλλα, και φυσικά για τα πράγματα που θα ήθελε να κάνει με το αντικείμενο του πόθου του:
να σε πάω μια βόλτα με το ποδήλατο ως τη θάλασσα κι εσύ να κάθεσαι μπροστά μου στον σωλήνα, να πιούμε μια γκαζόζα, να σε μπουγελώσω, να σου δώσω το χέρι μου, να σου αγγίξω το πρόσωπο και, ναι, να χαθούμε σ’ ένα πευκόδασος και να φιληθούμε, γιατί στο κάτω κάτω βλεπόμασταν αποκλειστικά και μόνο τα καλοκαίρια, και το καλοκαίρι πρέπει να κάνουμε αυτά που βλέπουμε στις διαφημίσεις των παγωτών, θα μπορούσαμε όμως και να φωνάξει ο ένας στον άλλον, να μισήσει ο ένας τον άλλον, να χτυπήσει ο ένας τον άλλον, να πηδηχτούμε στο αυτοκίνητο και στο τέλος να βάλουμε τα κλάματα.
Το βιβλίο δεν είναι ρομαντικό. Δεν έχει ένα προβλέψιμο χάπι έντ. Μιλάει πάντως για την αγάπη. Την ίδια στιγμή, σε εκνευρίζει από τις πρώτες κιόλας σελίδες του: ο πρωταγωνιστής εκπέμπει κυνισμό, είναι ρηχός, απόλυτος και μισογύνης. Ωστόσο, για κάποιο λόγο, δεν θες να αφήσεις το βιβλίο από τα χέρια σου. Και τελικά δεν αργείς να αφεθείς σε ένα μυθιστόρημα ονειροπόλο και ειλικρινές με τον τρόπο του, που ακροβατεί ανάμεσα στο αιχμηρό χιούμορ και την αντιπαθητική σοβαρότητα. Και ίσως, τελικά, καταφέρεις να ξεπεράσεις τον εκνευρισμό. Ίσως καταφέρεις σχεδόν να συμπαθήσεις τον ήρωα. Ίσως, για κακή του τύχη, τον λυπηθείς. Στη δική μου περίπτωση αναζητάς να διαβάσεις το Φθινόπωρο, το προηγούμενο βιβλίο του Luca Ricci.
Info
Το καλοκαίρι, Luca Ricci, μετάφραση Δήμητρα Δότση, εκδόσεις Μεταίχμιο, 2021.